Η νύχτα ήταν παγωμένη και σκοτεινή. Το φεγγάρι είχε καλυφθεί με σύννεφα. Τα μαύρα του μάτια έψαξαν στο δάσος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει τι θα έκαν. Έφτιαξε βιαστικά το μαλλί του. Το μυαλό του γύρισε πίσω σ' εκείνη. Τα τελευταία τους λόγια ήταν λόγια μίσους. Είχε φύγει βιαστικά. Ένιωσε ότι η καρδιά του θα γινόταν χίλια κομμάτια. Είχαν μαλώσει πάλι. Και αυτήν τη φορά έφταιγε αυτός. Είχε βγάλει βιαστικά συμπεράσματα.
Η νύχτα ήταν παγωμένη και σκοτεινή. Το φεγγάρι είχε καλυφθεί με σύννεφα.
Βέβαια μέσα στο σπίτι υπήρχαν τα φώτα. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Τα γαλάζια της μάτια είχαν βουρκώσει. Ήταν υπερβολική. Μήπως να έβγαινε να τον ψάξει; Ήταν νύχτα και φοβόταν για εκείνος. Ένα αλύχτισμα ακούστηκε. Και οι δυο τους το άκουσαν. Αλλά ήταν πολύ αργά.
Η Ολίβια έβαλε τις μπότες της. Ο Αλέξης άρχισε να τρέχει. Οι λύκοι ήταν καλοί κυνηγοί .
Και οι δυο τους το ξεραν. Κανείς τους όμως δεν ήξερε τι επακολουθούσε. Πήρε το ξίφος της. Έβγαλε το σουγιά του. Η ολίβια άρχισε να ψάχνει. Άκουσε βήματα. Σήκωσε το ξίφος της. Γύρισε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αλέξη. Κοιτάχθηκαν. Η Ολίβια βουρκωσε.
Ξαφνικά τα χρώματα από το πρόσωπό της χάθηκαν. Γονάτισε κι έπσε στο λευκό χιόνι. Από πίσω της στεκόταν ένας λύκος. Την είχε πληγώσει.
"Όλιβ μου συγγνώμη, είχα άδικο! Δεν έπρεπε να σου πω τέτοια λόγια. Συγγνώμη."
Η Όλιβ άνοιξε τα μάτια της, ήταν εξαντλημένη. Ο Αλέξης πήρε το ξίφος της και το κάρφωσε στο λύκο. Μετά σήκωσε το κορίτσι και το μετέφερε στο σπίτι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μπήκε στο σπίτι και άνοιξε ένα ντουλάπι. Πήρε ένα κίτρινο μπουκάλι. Το άνοιξε και της έδωσε να πιει. Όσο πιο πολύ έπινε τόσο πιο πολύ ο ίδιος εξασθενούσε...
Συνεχίζεται...
Η νύχτα ήταν παγωμένη και σκοτεινή. Το φεγγάρι είχε καλυφθεί με σύννεφα.
Βέβαια μέσα στο σπίτι υπήρχαν τα φώτα. Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Τα γαλάζια της μάτια είχαν βουρκώσει. Ήταν υπερβολική. Μήπως να έβγαινε να τον ψάξει; Ήταν νύχτα και φοβόταν για εκείνος. Ένα αλύχτισμα ακούστηκε. Και οι δυο τους το άκουσαν. Αλλά ήταν πολύ αργά.
Η Ολίβια έβαλε τις μπότες της. Ο Αλέξης άρχισε να τρέχει. Οι λύκοι ήταν καλοί κυνηγοί .
Και οι δυο τους το ξεραν. Κανείς τους όμως δεν ήξερε τι επακολουθούσε. Πήρε το ξίφος της. Έβγαλε το σουγιά του. Η ολίβια άρχισε να ψάχνει. Άκουσε βήματα. Σήκωσε το ξίφος της. Γύρισε και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αλέξη. Κοιτάχθηκαν. Η Ολίβια βουρκωσε.
Ξαφνικά τα χρώματα από το πρόσωπό της χάθηκαν. Γονάτισε κι έπσε στο λευκό χιόνι. Από πίσω της στεκόταν ένας λύκος. Την είχε πληγώσει.
"Όλιβ μου συγγνώμη, είχα άδικο! Δεν έπρεπε να σου πω τέτοια λόγια. Συγγνώμη."
Η Όλιβ άνοιξε τα μάτια της, ήταν εξαντλημένη. Ο Αλέξης πήρε το ξίφος της και το κάρφωσε στο λύκο. Μετά σήκωσε το κορίτσι και το μετέφερε στο σπίτι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μπήκε στο σπίτι και άνοιξε ένα ντουλάπι. Πήρε ένα κίτρινο μπουκάλι. Το άνοιξε και της έδωσε να πιει. Όσο πιο πολύ έπινε τόσο πιο πολύ ο ίδιος εξασθενούσε...
Συνεχίζεται...